- αμαγάριστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν μαγαρίστηκε, δεν λερώθηκε με κοπριά ή άλλες ακαθαρσίες, ο καθαρός2. ο ηθικά άσπιλος, αμόλυντος3. αυτός που δεν τόν έκλεψαν «κανένας μουσαφίρης δεν μάς άφησε αμαγάριστους»4. αυτός που δεν κατέλυσε θρησκευτική νηστεία5. αυτός που δεν έφαγε ακάθαρτη τροή.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. α- + μαγαριστός < μαγαρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.